εἰλύσω φ
1εἰλύσω — εἰλύ̱σω , εἰλύω enfold fut ind act 1st sg …
2εἱλύσω — εἰλύ̱σω , εἰλύω enfold fut ind act 1st sg …
3ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… …
4κατειλύω — (Α) περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλύω «περιτυλίγω»] …