εἰλήθυια
1Ειλήθυια — Εἰλήθυια, η (Α) βλ. Ειλείθυια …
2Εἰλήθυια — she that comes fem nom/voc sg …
3Εἰληθυίας — Εἰληθυίᾱς , Εἰλήθυια she that comes fem acc pl Εἰληθυίᾱς , Εἰλήθυια she that comes fem gen sg (attic doric aeolic) …
4Εἰληθυίης — Εἰλήθυια she that comes fem gen sg (epic ionic) …
5Εἰλήθυιαι — Εἰλήθυια she that comes fem nom/voc pl …
6Εἰλήθυιαν — Εἰλήθυια she that comes fem acc sg …
7Ειλείθυια — I Θεότητα που την επικαλούνταν ως προστάτιδα του τοκετού και τη συσχέτιζαν άλλοτε με την Ήρα και άλλοτε με την Άρτεμη. Στην Ιλιάδα, η Ε. είναι προσωποποίηση των ωδίνων του τοκετού, κόρη της Ήρας, η οποία τις αποστέλλει ή τις εμποδίζει. Οι… …