εἰλικρίνεια
1εἰλικρινείᾳ — εἰλικρινείᾱͅ , εἰλικρίνεια unmixedness fem dat sg (attic doric aeolic) …
2εἰλικρίνεια — unmixedness fem nom/voc sg …
3ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») …
4ειλικρίνεια — η ευθύτητα, φιλαλήθεια, έλλειψη υποκρισίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εἰλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6εἱλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) …
7εἰλικρινείαις — εἰλικρίνεια unmixedness fem dat pl …
8εἰλικρίνειαι — εἰλικρίνεια unmixedness fem nom/voc pl …
9εἰλικρίνειαν — εἰλικρίνεια unmixedness fem acc sg …
10αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …