εἰκᾰσία
1εἰκασία — εἰκασίᾱ , εἰκασία likeness fem nom/voc/acc dual εἰκασίᾱ , εἰκασία likeness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2εἰκασίᾳ — εἰκασίαι , εἰκασία likeness fem nom/voc pl εἰκασίᾱͅ , εἰκασία likeness fem dat sg (attic doric aeolic) …
3εικασία — Αναπόδεικτη μαθηματική πρόταση. Μία από τις πιο γνωστές ε. των μαθηματικών είναι αυτή του Γκόλντμπαχ. Σύμφωνα με την ε. αυτή κάθε ζυγός αριθμός μεγαλύτερος του 2 μπορεί να εκφραστεί ως άθροισμα δύο πρώτων. Από τις πιο γνωστές ε. ήταν μέχρι το… …
4εικασία — η συμπερασμός, υποθετική γνώμη, πιθανότητα: Μην πιστεύεις σ αυτά· είναι εικασίες των δημοσιογράφων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εἰκασίας — εἰκασίᾱς , εἰκασία likeness fem acc pl εἰκασίᾱς , εἰκασία likeness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6εἰκασίαι — εἰκασία likeness fem nom/voc pl εἰκασίᾱͅ , εἰκασία likeness fem dat sg (attic doric aeolic) …
7εἰκασίαν — εἰκασίᾱν , εἰκασία likeness fem acc sg (attic doric aeolic) …
8εἰκασιῶν — εἰκασία likeness fem gen pl …
9εἰκασίαις — εἰκασία likeness fem dat pl …
10εἰκασίην — εἰκασία likeness fem acc sg (epic ionic) …