εἰκότως

  • 11ετερορρεπής — ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, ές) αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής αρχ. 1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 12νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …

    Dictionary of Greek

  • 13φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… …

    Dictionary of Greek

  • 14ԻՐԱՒԻ — ( ) NBH 1 0872 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 14c ա.մ. Իբրու ռամկականն ձայնիցս Իրաւ, իրաւացի. եւ Յիրաւի. զորս տեսցես. *Դատեաց զմեզ ըստիրաւի իւրոց դատաստանացն. Լաստ. ՟Ի՟Ա: *Յաւէտ իրաւի եւ արժանի էր. Յհ. կթ.: *Յորժամ իրաւի ոք… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 15ՆՄԱՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0431 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ա. ὀμοιώτερος, ὀμοιώτατος similior, simillimus. Նման յոյժ. համանման. նոյնպիսի. յարմարագոյն. *Բերի ամենայն ոք միշտ ըստ բնութեան առ նմանագոյնն իւր. Պղատ. օրին. ՟Զ:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 16ՎԱՅԵԼՉԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0776 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c մ. πρεπόντως, εἱκότως decenter, convenienter, congruenter, apte, rite, jure, merito. Վայելչապէս. պատշաճաբար. ʼի դէպ. օրինօք. յարմարապէս. կարի քաջ. գեղեցիկ. *Վայելչաբար. Պրպմ. ՟Լ՟Զ:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 17ՎԱՅԵԼՉԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0777 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 12c Տ. ՎԱՅԵԼՉԱԲԱՐ. πρεπόντως, εἱκότως, ἁμυδρῶς decenter, rite, convenienter եւ այլն. *Վայելչապէս ասել, կամ պատմել, իմանալ. բուռն հարկանել. կատարել. որոշել. Փիլ.: Լմբ. պտրգ.: Մաքս. եկեղ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)