εἰκοῠς

  • 1εἰκοῦς — εἰκών likeness fem nom/voc pl (ionic) εἰκών likeness fem gen sg (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εἰκούς — εἰκών likeness fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 4σινδούς — Α αιτ. πληθ. τού σινδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την αιτ. πληθ. τής λ. σινδών*, κατά το εἰκών: εἰκούς] …

    Dictionary of Greek

  • 5φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 6ԱՌՏՆԻՆ — ( ) NBH 1 0312 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c մ. ԱՌՏՆԻՆ կամ ԱՌ ՏՆԻՆ κατ’εἵκον, εἵκους in domo, circa domum, domi Առ տանն. ʼի տան. առանձինն. տանը մէջ, տունը. ... *Առ տնին բեկանել զհացն, կամ ուսուցանել. ԳԾ. ՟Բ 46: ՟Ե 42: ՟Ի 20:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)