εἰκοσ-ήρης
1ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …
2erǝ-1, rē-, er(e)- — erǝ 1, rē , er(e) English meaning: to row Deutsche Übersetzung: “rudern; Ruder” Material: O.Ind. arí tra m. “ driving; rudder “, n. (also áritra ) “ rudder, helm “, aritár “oarsman”; Gk. ἐρέ της “oarsman”, replacement for *ἐρετήρ… …