εἰκαστικός
1εἰκαστικός — able to represent masc nom sg …
2εικαστικός — ή, ό (AM εἰκαστικός, ή, όν) [εικαστός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός 2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει 3. «εικαστικές τέχνες» αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική …
3εικαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικασία (βλ. λ.), ο παραστατικός, ο απεικονιστικός: Εικαστικές τέχνες (που απεικονίζουν το ωραίο στο χώρο: η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική). 2. ο συμπερασματικός: Εικαστικά επιρρήματα (που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εἰκαστικώτερον — εἰκαστικός able to represent adverbial comp εἰκαστικός able to represent masc acc comp sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc comp sg …
5εἰκαστικῶν — εἰκαστικός able to represent fem gen pl εἰκαστικός able to represent masc/neut gen pl …
6εἰκαστικόν — εἰκαστικός able to represent masc acc sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc sg …
7εἰκαστικαί — εἰκαστικός able to represent fem nom/voc pl …
8εἰκαστικοί — εἰκαστικός able to represent masc nom/voc pl …
9εἰκαστικοῦ — εἰκαστικός able to represent masc/neut gen sg …
10εἰκαστικούς — εἰκαστικός able to represent masc acc pl …