εἰδ-

  • 91επαφαιρώ — ἐπαφαιρῶ, έω (Α) ιατρ. αφαιρώ κάτι για δεύτερη φορά, ειδ. για αίμα …

    Dictionary of Greek

  • 92επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… …

    Dictionary of Greek

  • 93επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… …

    Dictionary of Greek

  • 94επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …

    Dictionary of Greek

  • 95επικαταρρέω — ἐπικαταρρέω (Α) 1. καταρρέω πάνω σε κάτι 2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη τού σώματος 3. πέφτω πάνω σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 96επικοπή — ἐπικοπή, ἡ (Α) [επικόπτω] 1. κόψιμο, αποκοπή 2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων 3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι 4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία 5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά 6. εμπόδιο, κώλυμα …

    Dictionary of Greek

  • 97επικρατητικός — ἐπικρατητικός, ή, όν (Α) [επικράτηση] 1. αυτός που συγκρατεί, που κρατά κάτι σφιχτά 2. (ειδ.) (για φάρμακο) στυπτικός …

    Dictionary of Greek

  • 98επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… …

    Dictionary of Greek

  • 99επισαλεύω — ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω] 1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι 2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα 3. (για μαλλιά) κυματίζω 4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις… …

    Dictionary of Greek

  • 100επισφαίριον — ἐπισφαίριον, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει σφαιρικό σχήμα 2. (ειδ.) φρ. «ἐπισφαίριον ῥινός» η άκρη τής μύτης (Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφαίρα + υποκορ. κατάλ. ιoν] …

    Dictionary of Greek