εἰδ-

  • 61εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… …

    Dictionary of Greek

  • 62εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 63ελόγου — μου, σου, του και τής, μας, σας, τους (σε ειδ. περιπτώσεις αντί τής προσ. αντων.) εγώ, εσύ, αυτός / αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί / αυτές …

    Dictionary of Greek

  • 64εναλλακτικός — ή, ό (AM ἐναλλακτικός, ή, όν) αυτός που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται, που διαδέχεται ή αντικαθιστά άλλον, που μπορεί να μπει στη θέση άλλου («εναλλακτική λύση», «εναλλακτική κίνηση») αρχ. (ειδ.) εναλλάκτης, κίναιδος …

    Dictionary of Greek

  • 65ενζεύγνυμι — ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) [ζεύγνυμι] 1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω 2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τόν εμπλέκω μέσα σε… …

    Dictionary of Greek

  • 66ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν …

    Dictionary of Greek

  • 67ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος …

    Dictionary of Greek

  • 68εντυχία — ἐντυχία, η (AM) αρχ. μσν. 1. συνάντηση, συνέντευξη 2. έκκληση, αίτηση, παράκληση 3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση 4. δέηση 5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο 6. λίβελλος 7. μεσολάβηση, μεσιτεία αρχ. 1. ομιλία, συνομιλία 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 69εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 70εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα …

    Dictionary of Greek