εἰδ-

  • 31αειστρεφής — ἀειστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκώς στρέφεται, κινείται 2. (ειδ. για την ψυχή) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στρεφὴς < στρέφω] …

    Dictionary of Greek

  • 32αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 33αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… …

    Dictionary of Greek

  • 34αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 35ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …

    Dictionary of Greek

  • 36ανάκειμαι — (Α ἀνάκειμαι) βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί») αρχ. 1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ αυτόν 2. εξαρτώμαι 3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω 4. φρ. «πᾱν… …

    Dictionary of Greek

  • 37αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …

    Dictionary of Greek

  • 38αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 39αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …

    Dictionary of Greek

  • 40ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …

    Dictionary of Greek