εἰδωλοποιϊκός
1ειδωλοποιικός — εἰδωλοποιικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή εικόνων 2. αυτός που δημιουργεί είδωλα στα μάτια άλλων 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εἰδωλοποιική η ειδωλοποιία …
2εἰδωλοποιικῆς — εἰδωλοποιικός of fem gen sg (attic epic ionic) …
3εἰδωλοποιική — εἰδωλοποιικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4εἰδωλοποιικήν — εἰδωλοποιικός of fem acc sg (attic epic ionic) …
5εἰδωλοποιικώ — εἰδωλοποιικός of masc/neut nom/voc/acc dual …