εἰδικός

  • 91αυθεντία — η (AM αὐθεντία) [αυθέντης] νεοελλ. 1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης 2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός μσν. 1. το αξίωμα του «αυθέντου» 2. η τάξη των αρχόντων 3. η περιοχή στην… …

    Dictionary of Greek

  • 92αυτοκινητοδρόμιο — Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο… …

    Dictionary of Greek

  • 93αφροδισιολόγος — ο γιατρός ειδικός στα αφροδίσια νοσήματα …

    Dictionary of Greek

  • 94βακτηριολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη βακτηριολογία …

    Dictionary of Greek

  • 95βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …

    Dictionary of Greek

  • 96βεντάλια — Αντικείμενο ποικίλης ύλης και σχήματος που χρησιμεύει για την πρόκληση ελαφριάς κίνησης του αέρα, με σκοπό την ανακούφιση από τη ζέστη. Ο συνήθης τύπος αποτελείται από μερικές λεπτές βέργες που συγκρατούνται ακτινωτά στο κατώτερο σημείο τους και… …

    Dictionary of Greek

  • 97βιβλιοθηκονόμος — ο επιστήμονας ειδικός στην οργάνωση και λειτουργία βιβλιοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοθήκη + νομος < νέμω (πρβλ. αστυνόμος, αγρονόμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 98βιβλιοκριτής — ο 1. ειδικός στη βιβλιοκρισία 2. μέλος επιτροπής κρίσης βιβλίων …

    Dictionary of Greek

  • 99βιοχημικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βιοχημεία 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. βιοχημικός, ο, η ο επιστήμονας ο ειδικός στη βιοχημεία …

    Dictionary of Greek

  • 100βουτηχτής — ο [βουτώ] 1. ο δύτης 2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία 3. κλέφτης, λωποδύτης 4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα …

    Dictionary of Greek