εἰδικός

  • 81αιγυπτιολόγος — ο, η ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την αιγυπτιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος + λόγος < λέγω, πρβλ. γαλλ. egyptologue] …

    Dictionary of Greek

  • 82ανακλαστήρας — Γενικά, είναι ένα σύστημα κατάλληλο να συγκεντρώνει και να κατευθύνει ακτινοβολούσα ενέργεια. Στην οπτική χαρακτηρίζεται α. το σύστημα των κατόπτρων ή των ανακλαστικών επιφανειών (κατοπτρικοί α.), το οποίο επιτρέπει την παραγωγή ειδώλων φωτεινών… …

    Dictionary of Greek

  • 83ανασυμπίεση — η 1. η εκ νέου συμπίεση 2. φρ. «θάλαμος ανασυμπιέσεως» ιατρ. ειδικός θάλαμος όπου δημιουργείται περιβάλλον υψηλής πίεσης για ανακούφιση ασθενών από συμπτώματα νόσων …

    Dictionary of Greek

  • 84ανατόμος — ο και η 1. ιατρ. ιατρός ειδικός στην ανατομία 2. μτφ. λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανατέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημήτριο Α. Μαυροκορδάτο. ΠΑΡ. ανατομείο]· …

    Dictionary of Greek

  • 85αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …

    Dictionary of Greek

  • 86αποδυτήρια — τα (Α ἀποδυτήριον, το) [αποδύω] ειδικός κλειστός χώρος γυμναστηρίου, κολυμβητηρίου, γηπέδου κ.λπ., όπου οι αθλούμενοι αλλάζουν και φοράνε την αθλητική τους στολή …

    Dictionary of Greek

  • 87απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 88αρμόδιος — α, ο (AM ἁρμόδιος, ία, ιον) ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα αρχ. ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ , αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 89αστρονομικός — ή, ό (AM ἀστρονομικός, ή, όν) [αστρονομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρονομία νεοελλ. υπερβολικός, υπέρμετρος αρχ. ο ειδικός στην αστρονομία …

    Dictionary of Greek

  • 90αστροφυσικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αστροφυσική 2. το αρσ. ως ουσ. ο επιστήμονας ο ειδικός στην αστροφυσική …

    Dictionary of Greek