εἰδικός
61Στήβενσον, Αντλάι Έγουιν — (Stevenson). Αμερικανός πολιτικός και νομικός (1900 1965). Από το 1933 κατείχε διάφορα αξιώματα στο υπουργείο Εξωτερικών. Στη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου ήταν ειδικός βοηθός του υπουργού Ναυτικών. Το 1945 τοποθετήθηκε ειδικός βοηθός του… …
62υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …
63εἰδικωτάτας — εἰδικωτάτᾱς , εἰδικός specific fem acc superl pl εἰδικωτάτᾱς , εἰδικός specific fem gen superl sg (doric aeolic) …
64εἰδικωτέρα — εἰδικωτέρᾱ , εἰδικός specific fem nom/voc/acc comp dual εἰδικωτέρᾱ , εἰδικός specific fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
65εἰδικωτέρας — εἰδικωτέρᾱς , εἰδικός specific fem acc comp pl εἰδικωτέρᾱς , εἰδικός specific fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
66Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …
67άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …
68έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… …
69έμπειρος — η, ο (AM ἔμπειρος, ον) αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.) αρχ. μσν. (το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί αρχ. 1. ο ειδικός, ο… …
70ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… …