εἰδικός
21μετοίκιο — Ειδικός κεφαλικός φόρος που κατέβαλλαν οι μέτοικοι της αρχαίας Αττικής μία φορά τον χρόνο, ενώ οι γνήσιοι Αθηναίοι πλήρωναν μόνο φόρο περιουσίας. Εκείνος που αρνείτο να πληρώσει το μ. δικαζόταν και, αν δεν είχε να πληρώσει, πουλιόταν σαν δούλος …
22τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… …
23υπεροξείδια — Ειδικός τύπος οξείδιου, στο οποίο δεχόμαστε ότι υπάρχει ένα ζεύγος ατόμων οξυγόνου ενωμένων μεταξύ τους. Είναι γνωστά οργανικά και ανόργανα υ., τα οποία παράγονται και με τα μεταλλοειδή στοιχεία. Το οξυγονούχο νερό (Η Ο Ο Η) θεωρείται το πρότυπο… …
24εἰδικαῖς — εἰδικός specific fem dat pl …
25εἰδικαί — εἰδικός specific fem nom/voc pl …
26εἰδικοῖς — εἰδικός specific masc/neut dat pl …
27εἰδικοί — εἰδικός specific masc nom/voc pl …
28εἰδικοῦ — εἰδικός specific masc/neut gen sg …
29εἰδικούς — εἰδικός specific masc acc pl …
30εἰδικωτάταις — εἰδικός specific fem dat superl pl …