εἰδικός
121γνωμοδοτώ — (AM γνωμοδοτῶ, έω) εκφέρω υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός …
122γνωμοδότης — ο αυτός που εκφέρει υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός …
123γνωσιολόγος — ο ο ειδικός στη γνωσιολογία …
124γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …
125δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …
126δακτυλιογράφος — ο ο ειδικός στη δακτυλιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + γράφος*] …
127δακτυλιολόγος — ο ο ειδικός στη δακτυλιολογία …
128δακτυλιοποιός — ο χρυσοχόος ειδικός στην κατασκευή δαχτυλιδιών, ο δαχτυλιδάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + ποιος < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] …