εἰδικός

  • 111γεωμορφολόγος — ο ο επιστήμονας ο ειδικός στη γεωμορφολογία …

    Dictionary of Greek

  • 112γεωορυχομέτρης — ο επιστήμονας ειδικός στη γεωορυχομετρία …

    Dictionary of Greek

  • 113γεωπολιτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη γεωπολιτική 2. ως ουσ. ο γεωπολιτικός επιστήμονας ειδικός στη γεωπολιτική …

    Dictionary of Greek

  • 114γεωχημικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωχημεία 2. το αρσ. ως ουσ. επιστήμονας ειδικός στη γεωχημεία …

    Dictionary of Greek

  • 115γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …

    Dictionary of Greek

  • 116γκαράζ — και γκαράζι, το 1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα 2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 117γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …

    Dictionary of Greek

  • 118γλωσσολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη γλωσσολογία …

    Dictionary of Greek

  • 119γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 120γνωματεύω — (AM γνωματεύω) [γνώμα] νεοελλ. εκφράζω γνώμη ως ειδικός μσν. εκφράζομαι με γνωμικά αρχ. 1. διαφοροποιώ, διακρίνω 2. αποφασίζω …

    Dictionary of Greek