εἰδικός

  • 101βρεφοκόμος — ο, η (Μ βρεφοκόμος) ειδικός στην περιποίηση βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + κόμος < κομώ «φροντίζω» (πρβλ. ανθοκόμος, νοσοκόμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 102βρεφολόγος — ο γιατρός ειδικός στην υγιεινή των βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 103βρωματολογία — Επιστήμη που σε γενικές γραμμές ασχολείται με τη σύνθεση, την προέλευση και τη θρεπτική αξία των τροφών. Συμπεριλαμβάνονται βέβαια σε αυτήν τόσο τα τρόφιμα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο όσο και εκείνα που αφορούν τα ζώα, γι’ αυτό και υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 104βυζαντινολόγος — και βυζαντιολόγος, ο, η επιστήμονας ειδικός στην ιστορία, την τέχνη και τη φιλολογία του Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαντινός + λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 105γαλακτοκόμος — ο ειδικός τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται με τη γαλακτοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + κομος < αρχ. κομώ «φροντίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 106γαστραντλία — η ειδικός ελαστικός σωλήνας με τον οποίο γίνεται η πλύση στομάχου …

    Dictionary of Greek

  • 107γαστρεντερολόγος — και γαστροεντερολόγος, ο, η γιατρός ειδικός στις παθήσεις τού πεπτικού συστήματος …

    Dictionary of Greek

  • 108γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 109γεφυροποιός — ο (AM γεφυροποιός) τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών νεοελλ. όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις …

    Dictionary of Greek

  • 110γεωμετρικός — ή, ό (AM γεωμετρικός, ή, όν) [γεωμέτρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία 2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, η η τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων τής γήινης επιφάνειας 3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.… …

    Dictionary of Greek