εἰδικός

  • 11εἰδικώτατα — εἰδικός specific adverbial superl εἰδικός specific neut nom/voc/acc superl pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12εἰδικώτατον — εἰδικός specific masc acc superl sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc superl sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13γαλάκτωμα — Ειδικός τύπος διασποράς ενός υγρού σε ένα άλλο, στο οποίο είναι πρακτικά αδιάλυτο. Το διασπειρόμενο υγρό, που πρέπει να είναι πάντοτε σε μικρότερη ποσότητα, χωρίζεται σε λεπτότατα σταγονίδια· κι αυτό γιατί η τάση που ενεργεί στις επιφάνειες… …

    Dictionary of Greek

  • 14εκτόσωμα — ειδικός σχηματισμός τού κυτοπλάσματος που παρατηρείται στα αρθρόποδα έντομα και θεωρείται ως προσδιοριστικό σπέρμα (κατά την ανάπτυξη τού εμβρύου παρέχει τα στοιχεία που γίνονται αδένες) …

    Dictionary of Greek

  • 15ημεροδρόμος — Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 16μελανοκύτταρο — Ειδικός τύπου κυττάρου του δέρματος, υπεύθυνο για την παραγωγή της χρωστικής μελανίνη. Βλ. λ. μελανίνη. * * * το·ανατ. ειδικό κύτταρο τού δέρματος τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το οποίο περιέχει κοκκία μελανίνης και παρέχει προστασία στα… …

    Dictionary of Greek

  • 17παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… …

    Dictionary of Greek

  • 18φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… …

    Dictionary of Greek

  • 19αλυσιδωτές αντιδράσεις — Ειδικός τύπος χημικών αντιδράσεων κατά τις οποίες, όταν προκληθεί μια πρώτη αντίδραση, επακολουθεί αυθόρμητα σειρά αντιδράσεων. Ο μηχανισμός αυτών των αντιδράσεων έχει μελετηθεί με βάση τη χημική κινητική. Μια τυχαία, μικρότερης σημασίας… …

    Dictionary of Greek

  • 20μεσογειακό κλίμα — Ειδικός τύπος κλίματος, που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια, ποικίλης διάρκειας, και ψυχρούς και υγρούς χειμώνες· οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν υψηλή διακύμανση από χρόνο σε χρόνο, ενώ η ηλιακή ακτινοβολία είναι έντονη, ιδιαίτερα το… …

    Dictionary of Greek