1εἰαρινός — ἐαρινός of spring masc nom sg (epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως …
Dictionary of Greek