-
1 εύγλωττος
[эвглоттос] επ. красноречивый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εύγλωττος
-
2 красноречивый
-
3 выразительный
вырази́тельн||ыйприл ἐκφραστικός/ εὔγλωττος, εὐφράδης (красноречивый):\выразительныйое чтение ἡ ἐκφραστική ἀνάγνωση· \выразительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα. -
4 красноречивый
красно||речи́выйприл1. εὐγλωττος, εὐφραδής·2. перен χαρακτηριστικός, ἐκφραστικός:\красноречивый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα· \красноречивый факт τό χαρακτηριστικό γεγονός. -
5 выразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноεκφραστικός• εύγλωττος, ευφράδης•-ое движение εκφραστική κίνηση•
-ые глаза εκφραστικά μάτια•
выразительный взгляд εκφραστικό βλέμμα•
выразительный ое чтение εκφραστική ανάγνωση.
-
6 краснобай
-я α.γλαφυρός ομιλητής, εύγλωττος και κούφος. -
7 красноречивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ευφραδής, εύγλωττος, εύστομος.2. εκφραστικός•-ое письмо εκφραστικό γράμμα•
красноречивый взгляд εκφραστική ματιά (που τα μαρτυρεί όλα).
3. αποδεικτικός, πειστικός• ζωντανός•красноречивый факт πειστικό γεγονός.
-
8 речистый
επ., βρ: -чист, -а, -оεύγλωττος, ευφράδης, εύστομος, στωμύλος, μελιστάλακτος. || πολύλογος, πολύλαλος, λάλος. -
9 язык
-а α.1. η γλώσσα•коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•
лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.
|| (φαγητό)•-и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.
2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•древние -и οι αρχαίες γλώσσες•
русский язык η ρωσική γλώσσα•
греческий язык η ελληνική γλώσσα•
литературный язык η φιλολογική γλώσσα•
поэтический язык η ποιητική γλώσσα•
народный язык η δημοτική γλώσσα•
разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•
мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.
3. -и πλθ. λαοί, λαάτητες.4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•огненные -и πύρινες γλώσσες•
язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.
εκφρ.язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•чесать -ом – βλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.
См. также в других словарях:
εύγλωττος — η, ο (ΑΜ εὔγλωττος και εὔγλωσσος, ον) αυτός που χειρίζεται με ευκολία τον λόγο, που εκφράζεται με σαφήνεια και πειστικότητα, ο ευφραδής («εύγλωττος ρήτωρ») αρχ. 1. (για την αττική διάλεκτο) αυτός που ηχεί γλυκά 2. αυτός που λύνει τη γλώσσα… … Dictionary of Greek
εύγλωττος — η, ο αυτός που χειρίζεται άνετα το λόγο: Εύγλωττος ρήτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὔγλωττος — εὔγλωσσος good of tongue masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ευγλωττώ — εὐγλωττῶ, έω (Α) [εὔγλωττος] είμαι εύγλωττος … Dictionary of Greek
благоязычьникъ — БЛАГО˫АЗЫЧЬНИК|Ъ (1*), А с. Красноречивый, говорливый человек: к тому кто доволенъ. кто беспечаленъ. кто бл҃го˫азычникъ. къто не повиненъ... кто ли паче не рыдаеть и не плачеть. и не боитсѩ и не трепещеть. (εὔγλωττος) ФСт XIV, 154в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
ελλόγιμος — η, ο (AM ἐλλόγιμος, ον) γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του μσν. νεοελλ. ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος τιμητική προσφώνηση αρχ. μσν. (για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής αρχ. 1. αξιόλογος, ξεχωριστός 2. εύγλωττος 3. λογικός … Dictionary of Greek
ευήφωνος — εὐήφωνος, ον (ΑΜ) εύγλωττος, ευφραδής … Dictionary of Greek