Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εύγλωττος

См. также в других словарях:

  • εύγλωττος — η, ο (ΑΜ εὔγλωττος και εὔγλωσσος, ον) αυτός που χειρίζεται με ευκολία τον λόγο, που εκφράζεται με σαφήνεια και πειστικότητα, ο ευφραδής («εύγλωττος ρήτωρ») αρχ. 1. (για την αττική διάλεκτο) αυτός που ηχεί γλυκά 2. αυτός που λύνει τη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • εύγλωττος — η, ο αυτός που χειρίζεται άνετα το λόγο: Εύγλωττος ρήτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔγλωττος — εὔγλωσσος good of tongue masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ευγλωττώ — εὐγλωττῶ, έω (Α) [εὔγλωττος] είμαι εύγλωττος …   Dictionary of Greek

  • благоязычьникъ — БЛАГО˫АЗЫЧЬНИК|Ъ (1*), А с. Красноречивый, говорливый человек: к тому кто доволенъ. кто беспечаленъ. кто бл҃го˫азычникъ. къто не повиненъ... кто ли паче не рыдаеть и не плачеть. и не боитсѩ и не трепещеть. (εὔγλωττος) ФСт XIV, 154в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • ελλόγιμος — η, ο (AM ἐλλόγιμος, ον) γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του μσν. νεοελλ. ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος τιμητική προσφώνηση αρχ. μσν. (για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής αρχ. 1. αξιόλογος, ξεχωριστός 2. εύγλωττος 3. λογικός …   Dictionary of Greek

  • ευήφωνος — εὐήφωνος, ον (ΑΜ) εύγλωττος, ευφραδής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»