εύγλωττος

  • 21εύλαλος — η, ο (ΑΜ εὔλαλος, ον) 1. ευφραδής, εύγλωττος 2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός μσν. φλύαρος αρχ. 1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα 2. επίθ. τού Απόλλωνος 3. επίθ. τού Άργους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 23εύμυθος — εὔμυθος, ον (Α) εύγλωττος, ευφραδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μύθος «λόγος»] …

    Dictionary of Greek

  • 24εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 25καλλίγλωττος — καλλίγλωττος, ον (Μ) ο εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γλωττος (< γλῶττα), πρβλ. ετερό γλωττος, ευθύ γλωττος] …

    Dictionary of Greek

  • 26καλόγλωσσος — η, ο (Μ καλόγλωττος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος μσν. ο εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] …

    Dictionary of Greek

  • 27λόγιος — Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής. * * * ια, ιο (AM λόγιος, ία, ιον) [λόγος] πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής νεοελλ. 1. (και ως ουσ.) άνθρωπος… …

    Dictionary of Greek

  • 28περίγλωσσος — ον, Α 1. ετοιμόλογος 2. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωσσος (< γλῶσσα)] …

    Dictionary of Greek

  • 29πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< …

    Dictionary of Greek

  • 30πολυφραδώ — έω, Α [πολυφραδής] 1. είμαι εύγλωττος ή συνετός, είμαι πολυφραδής* 2. (η μτχ. αρσ. ως επίθ.) πολυφραδέων πολυφραδής* …

    Dictionary of Greek