Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εύγευστος

См. также в других словарях:

  • εύγευστος — η, ο αυτός που έχει ευχάριστη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γευστος (< γεύομαι), πρβλ. ά γευστος] …   Dictionary of Greek

  • εύγευστος — η, ο αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, νόστιμος: Εύγευστο ποτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… …   Dictionary of Greek

  • ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …   Dictionary of Greek

  • γευστικός — ή, ό (AM γευστικός, ή, όν) [γεύομαι] αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» το όργανο τής γεύσης) νεοελλ. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμος… …   Dictionary of Greek

  • γλυκύχυμος — γλυκύχυμος, ον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό χυμό 2. (για γάλα) εύγευστος 3. (για νερό) δροσερός …   Dictionary of Greek

  • εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] …   Dictionary of Greek

  • ευήδυντος — εὐήδυντος, ον (Α) εύγευστος, ορεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηδυντός] …   Dictionary of Greek

  • εύμνοστος — η, ο και έμνοστος, η, ο (Μ εὔμνοστος, ον και ἔμνοστος, ον και ἔμνοστος, η, ον) 1. νόστιμος, ωραίος, χαριτωμένος, ελκυστικός 2. (για φρούτα) εύγευστος, νόστιμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμνοστον η ευμνοστία, η ωραιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. έμνοστος <… …   Dictionary of Greek

  • εύχυλος — εὔχυλος, ον (Α) αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος. επίρρ... εὐχύλως (Α) με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός γεύση»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»