-
1 εφτά
[эфта] αριΘ. семьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εφτά
-
2 семеро
-ых αθρσ. αριθ. οι εφτά• „семеро против фив „εφτά επι βήβας. семеро детей εφτά παιδιά (τέκνα)•семь женщин и семеро мужчин εφτά γυναίκες και εφτά άντρες.
-
3 семь
семи, οργν. семью αριθμ.ο αριθμός 7. || ποσόν εφτά•семь учеников εφτά μαθητές•
семь лет εφτά χρόνια•
семь рублей εφτά ρούβλια•
семь раз отмерь семь один раз отрежь παρμ. μέτρα καλά κι ύστερα κόψε.
-
4 седьмой
επ. (αριθμ. τακτικό)• έβδομος• ο, η, το εφτά•- ое ή -ого ноября η εφτά του Ηοέμβρη•
глава -ая κεφάλαιο έβδομο•
седьмой номер ο έβδομος αριθμός, το εφτά νούμερο•
две -ых τα δύο έβδομα•
четверть -ого εξ και τέταρτο της ώρας.
-
5 семерик
-а α.παλαιό ρωσικό μέτρο εφτά μονάδων•семерик хлеба εφτά πούτια σιτάρι•
два -а снопов δυο εφτάρια δεμάτια (14 δεμάτια)•
верёвка τριχιά με εφτά κλωνιά.
-
6 семью
επιρ. (στον πολλαπλασιασμό)• εφτά φορές•-пять семью тридцать пять εφτά φορές το πέντε = τριάντα πέντε• εφτά επι πέντε = τριαντα πέντε.
-
7 седьмой
-
8 семь
-
9 семичасовой
семичасовойприл I. (длительностью в семь часов) ἐπτάωρος; \семичасовой рабочий день τό ἐπτάωρο, ἡ ἐπτάωρη ἐργάσιμη μέρα·2. (назначенный на семь часов) τῶν ἐπτά, τῶν ἐφτά:\семичасовой поезд τό τραίνο τῶν ἐφτά, -
10 семипольный
επ.εφτά χωραφιών•семипольный севооборот αμειψισπορά κατά εφτά χωράφια.
-
11 семитысячный
επ.εφταχιλιοστός. || επτακισχίλιος, εφτά χιλιάδων•-ое войско στράτευμα εφτά χιλιάδων.
-
12 семерка
семеркаж (цифра, карта) τό ἐφτάρι, τό ἐφτά:\семерка пик ἐφτάρι πίκα, τό ἐφτάρι μπαστούνι. -
13 семеро
семерочисл. собир. οἱ ἐφτά, οἱ ἐπτά· ◊ \семеро одного́ не ждут посл. οἱ πολλοί δέν περιμένουν τόν ἕνα. -
14 семь
семьчисл. колич. ἐπτά, ἐφτά:\семью \семь\семь сорок девять ἐπτά ἐπτά σαράντα ἐννιά◊ \семь раз примерь \семь один раз отрежь погов. πέντε μέτρα κι ἕνα κόβε· у семи нянек дитя без глазу ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί ἀργεῖ νά ξημερώσει. -
15 семёрка
[στμιόρκα] ουσ. θ. εφτά, εφτάρι -
16 семеро
[σιέμιρα] αριθμ. εφτά -
17 семь
[σιέμ'] αριθμ. εφτά -
18 семёрка
[στμιόρκα] ουσ θ εφτά, εφτάρι -
19 семеро
[σιέμιρα] αριθμ εφτά -
20 семь
[σιέμ'] αριθμ εφτά
См. также в других словарях:
εφτά — και επτά αριθμ. απόλ. άκλ. και πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων: εφτάγωνος, εφτάστερος κ.ά.· ποσότητα από εφτά μονάδες, ακέραιος αριθμός μεταξύ του 6 και του 8 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφτά — (αριθμτ.) επτά. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. επτά] … Dictionary of Greek
εφτα- — α συνθετικό επιθέτων με επιτατική ή απλώς περιγραφική σημασία, από τον αριθμό 7, που δήλωνε ανέκαθεν μαγικές χρήσεις σημαίνει ότι το όνομα στο οποίο αναφέρεται το επίθετο περιέχει επτά φορές ή συνεκδ. πολλές φορές, σε μεγάλο βαθμό, την έννοια τού … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
Αγελάδες Φαραώ — Πρόκειται για τις γνωστές από την Παλαιά Διαθήκη εφτά παχιές και εφτά ισχνές α. που είδε στον ύπνο του ο τότε φαραώ της Αιγύπτου. Το όνειρο εξήγησε o Ιωσήφ ως εξής: οι εφτά παχιές α. σημαίνουν εφτάχρονη ευημερία, ενώ οι εφτά ισχνές εφτάχρονη… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
εφτάδιπλος — η, ο 1. αυτός που έχει εφτά δίπλες, ο διπλωμένος σε εφτά μέρη. 2. αυτός που αποτελείται από εφτά μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφτάκοιλος — και εφτάκυλος, η, ο 1. αυτός που καρπίζει, που καρποφορεί επτά φορές τον χρόνο 2. πολύ γόνιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το εφτάκοιλο και εφτακοίλι ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μια φορά τον χρόνο (εφτά φορές, κατά τη… … Dictionary of Greek
εφτάρι — το [εφτά] 1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων 2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7) 3. χαρτί τής τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί κούπα καρό μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. αρι* (πρβλ. εξ… … Dictionary of Greek