Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εφτά

См. также в других словарях:

  • εφτά — και επτά αριθμ. απόλ. άκλ. και πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων: εφτάγωνος, εφτάστερος κ.ά.· ποσότητα από εφτά μονάδες, ακέραιος αριθμός μεταξύ του 6 και του 8 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφτά — (αριθμτ.) επτά. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. επτά] …   Dictionary of Greek

  • εφτα- — α συνθετικό επιθέτων με επιτατική ή απλώς περιγραφική σημασία, από τον αριθμό 7, που δήλωνε ανέκαθεν μαγικές χρήσεις σημαίνει ότι το όνομα στο οποίο αναφέρεται το επίθετο περιέχει επτά φορές ή συνεκδ. πολλές φορές, σε μεγάλο βαθμό, την έννοια τού …   Dictionary of Greek

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

  • Αγελάδες Φαραώ — Πρόκειται για τις γνωστές από την Παλαιά Διαθήκη εφτά παχιές και εφτά ισχνές α. που είδε στον ύπνο του ο τότε φαραώ της Αιγύπτου. Το όνειρο εξήγησε o Ιωσήφ ως εξής: οι εφτά παχιές α. σημαίνουν εφτάχρονη ευημερία, ενώ οι εφτά ισχνές εφτάχρονη… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • εφτάδιπλος — η, ο 1. αυτός που έχει εφτά δίπλες, ο διπλωμένος σε εφτά μέρη. 2. αυτός που αποτελείται από εφτά μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφτάκοιλος — και εφτάκυλος, η, ο 1. αυτός που καρπίζει, που καρποφορεί επτά φορές τον χρόνο 2. πολύ γόνιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το εφτάκοιλο και εφτακοίλι ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μια φορά τον χρόνο (εφτά φορές, κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • εφτάρι — το [εφτά] 1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων 2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7) 3. χαρτί τής τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί κούπα καρό μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. αρι* (πρβλ. εξ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»