-
1 εφαρμόζω
[эфармозо] р. прилаживать, применять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εφαρμόζω
-
2 στρώνω, σκεπάζω, ντύνω, εφαρμόζω
[απουβάτ’] ρ (υ)ποδένω -
3 вделать
εφαρμόζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вделать
-
4 внедрить
εφαρμόζωεισάγωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > внедрить
-
5 практиковать
εφαρμόζω στην πράξη, (εξ)ασκώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > практиковать
-
6 применить
-еню, -енишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. применённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. εφαρμόζω χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι• μετέρχομαι•применить закон εφαρμόζω το νόμο•
применить самые строгие меры εφαρμόζω τα πιο αυστηρά μέτρα•
применить на практике εφαρμόζω στην πράξη•
применить силу χρησιμοποιώ βία.
2. προσαρμόζω.3. (διαλκ.) συγκρίνω, παραβάλλω.προσαρμόζομαι συμμορφώνομαι•применить к обстоятельствам προσαρμόζομαι στις περιστάσεις•
применить к чьему-л. характеру συμμορφώνομαι με το χαρακτήρα κάποιου.
-
7 грунтовка
1. (грунтовочный состав) το υλικό της πρώτης στρώσης 2. (нижний слой покрытия) η πρώτη στρώση, το υπόστρωμαнаносить - у кистью εφαρμόζω/βάζω την - με πινέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грунтовка
-
8 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
-
9 внедрить
внедрить, внедрять εισάγω·\внедрить в производство εφαρμόζω στην παραγωγή* * *= внедрятьвнедри́ть в произво́дство — εφαρμόζω στην παραγωγή
-
10 практика
практика ж 1) η πρακτική, η πράξη· на \практикае στην πράξη· применить на \практикае εφαρμόζω στην πράξη 2) (опыт ) η πείρα- η πρακτική εξάσκηση (стажировка)* * *ж1) η πρακτική, η πράξηна пра́ктике — στην πράξη
примени́ть на пра́ктике — εφαρμόζω στην πράξη
2) ( опыт) η πείρα; η πρακτική εξάσκηση ( стажировка) -
11 применить
-
12 собрать
собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он* * *1) в разн. знач. μαζεύωсобра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω
собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα
собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω
2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ -
13 электрифицировать
электрифицировать εφαρμόζω τον εξηλεκτρισμό, εξηλεκτρίζω* * *εφαρμόζω τον εξηλεκτρισμό, εξηλεκτρίζω -
14 внедрить
внедритьсов, внедрять несов ἐφαρμόζω, ἐἰσάγω, μπάζω:\внедрить в производство ἐφαρμόζω (или εἰσάγω) στήν παραγωγή. -
15 заводить
заводитьнесов1. (куда-л.) φέρνω. ὀδηγῶ·2. (приобретать) ἀποκτῶ, παίρ-νω, προμηθεύομαι/ ἀγοράζω (покупать); \заводить корову παίρνω (или ἀποκτῶ) ἀγελάδα·3. (вводить, устанавливать) καθιερώνω, ἐφαρμόζω, είσάγω:\заводить новые порядки ἐφαρμόζω νέα τάξη· \заводить моду καθιερώνω τή μόδα·4. (механизм):\заводить часы κουρδίζω τό ρολόγι· \заводить мотор βάζω μπρος τή μηχανἤ ◊ \заводить разговор πιάνω κουβέντα, ἀνοίγω συζήτηση· \заводить знакомство πιάνω γνωριμία· \заводить спор κάνω (или στήνω) καυγἄ· \заводить в тупик ὀδηγῶ σέ ἀδιέξοδο. -
16 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
17 приложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, βάζω•приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•
приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•
печать βάζω σφραγίδα.
2. επισυνάπτω•приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.
|| επιπροσθέτω, επαυξάνω.3. καταβάλλω•приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.
|| εφαρμόζω•приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.
1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.
2. φιλώ, ασπάζομαι•она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•
приложить к руке φιλώ το χέρι.
3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.εκφρ.остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν. -
18 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь
-
19 закоротка
(в электроустановках) το σύστημα του βραχυκυκλώματος Закладывать - у εφαρμόζω το -снимать - у αφαι-ρώ/εξαρμόζω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закоротка
-
20 изобретение
η ευρεσιτεχνία, η επινόηση, (открытие) η εφεύρεσηвнедрять - εφαρμόζω την -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобретение
См. также в других словарях:
ἐφαρμόζω — fit on pres subj act 1st sg ἐφαρμόζω fit on pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαρμόζω — εφαρμόζω, εφάρμοσα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — εφάρμοσα, εφαρμόστηκα, εφαρμοσμένος 1. μτβ., συναρμόζω, ταιριάζω κάτι: Εφαρμόζω το κάλυμμα στο δοχείο. 2. μτφ., πραγματοποιώ, θέτω σε εφαρμογή. 3. αμτβ., εφαρμόζομαι, ταιριάζω, πηγαίνω καλά: Το εξάρτημα δεν εφαρμόζει στο μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφαρμόξει — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd sg (attic epic) ἐφαρμόζω fit on fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd sg (attic doric aeolic) ἐφᾱρμόξει , ἐφαρμόζω fit on futperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφᾱρμόξει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόζῃ — ἐφαρμόζω fit on pres subj mp 2nd sg ἐφαρμόζω fit on pres ind mp 2nd sg ἐφαρμόζω fit on pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόσατε — ἐφαρμόζω fit on aor imperat act 2nd pl ἐφᾱρμόσατε , ἐφαρμόζω fit on aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόσουσι — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd pl (epic) ἐφαρμόζω fit on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόσουσιν — ἐφαρμόζω fit on aor subj act 3rd pl (epic) ἐφαρμόζω fit on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφαρμόζω fit on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμόττῃ — ἐφαρμόζω fit on pres subj mp 2nd sg (attic) ἐφαρμόζω fit on pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἐφαρμόζω fit on pres subj act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηρμοσμένα — ἐφαρμόζω fit on perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐφηρμοσμένᾱ , ἐφαρμόζω fit on perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἐφηρμοσμένᾱ , ἐφαρμόζω fit on perf part mp fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)