ευχάριστος
1Εὐχάριστος — agreeable masc nom sg …
2εὐχάριστος — agreeable masc/fem nom sg …
3ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… …
4ευχάριστος — η, ο επίρρ. ευχάριστα και ευχαρίστως αυτός που δίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρούμενος, αρεστός: Πολύ ευχάριστος τόπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εὐχαριστότατα — εὐχάριστος agreeable adverbial superl εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl pl …
6εὐχαριστότατον — εὐχάριστος agreeable masc acc superl sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl sg …
7εὐχαρίστως — εὐχάριστος agreeable adverbial εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl (doric) …
8εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg …
9εὐχαριστότατοι — εὐχάριστος agreeable masc nom/voc superl pl …
10Εὐχαρίστοις — Εὐχάριστος agreeable masc dat pl …