ευφυολογώ
1ευφυολογώ — έω [ευφυολόγος] λέω ευφυολογίες, αστειεύομαι με πνεύμα, χαριτολογώ …
2ευφυολογώ — ησα, λέω ευφυολογήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …
4αστεΐζομαι — (AM ἀστεΐζομαι) [αστείος] γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω …
5ευτραπελεύομαι — εὐτραπελεύομαι (Α) [ευτράπελος] είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ …
6ευφυολόγημα — το η ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
7συγχαριεντίζομαι — Μ αστειεύομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαριεντίζομαι «αστειεύομαι, ευφυολογώ»] …
8χαριτολογώ — έω, Ν 1. μιλώ με χάρη 2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
9ευφυολογία — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ευφυολογώ, το ευφυολόγημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)