ευκαταφρόνητος
1εὐκαταφρόνητος — easy to be despised masc/fem nom sg …
2ευκαταφρόνητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, ον) ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ ὑφ ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φρονητος (< κατα φρονώ), πρβλ. αξιο κατα φρόνητος, δειλο κατα φρόνητος] …
3ευκαταφρόνητος — η, ο αυτός που είναι άξιος καταφρόνιας, που δεν υπολογίζεται, ασήμαντος: Δεν είναι ευκαταφρόνητο το ποσό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὐκαταφρονητότερον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial comp εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc acc comp sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc comp sg …
5εὐκαταφρονήτως — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl (doric) …
6εὐκαταφρόνητον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc sg …
7εὐκαταφρονητότεροι — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc nom/voc comp pl …
8εὐκαταφρονήτοις — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut dat pl …
9εὐκαταφρονήτου — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut gen sg …
10εὐκαταφρονήτους — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl …