ευκατάστατος
1εὐκατάστατος — well fixed masc/fem nom sg …
2ευκατάστατος — η, ο (ΑΜ εὐκατάστατος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός 2. (για κρήνη) αυτή που… …
3ευκατάστατος — η, ο αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, εύπορος, πλούσιος: Οικογένεια ευκατάστατη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὐκαταστάτως — εὐκατάστατος well fixed adverbial εὐκατάστατος well fixed masc/fem acc pl (doric) …
5εὐκατάστατον — εὐκατάστατος well fixed masc/fem acc sg εὐκατάστατος well fixed neut nom/voc/acc sg …
6εὐκατάστατα — εὐκατάστατος well fixed neut nom/voc/acc pl …
7εὐκατάστατοι — εὐκατάστατος well fixed masc/fem nom/voc pl …
8ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …
9εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …
10благочиньныи — (5) пр. Следующий правилам, добропорядочный, праведный: не ѥретици же оубо си прѣбываниѥ оубо и жiтиѥ бл҃гочиньно имоуще (εὖ τεταγμένον) КР 1284, 366г; бѣ же зѣло смѣренъ и бл҃гочиненъ. (εὐκατάστατος) ПНЧ XIV, 142б; попове же сѣдиною почтени… …