ευγνωμοσύνη
81ԿԱՄԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c գ. ὀμόνοια, εὑγνωμοσύνη, διάθεσις concordia, adfectio, complacentia. Համակամութիւն. միաբան հաւանութիւն. հաճութիւն. յօժարութիւն. թոյլտուութիւն. զիջումն. *Տե՛ս… …
82ՄԻԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. ἁκεραιότης, ἁκεραιοσύνη, ἀπλότης , ἁφελότης sinceritas, simplicitas, integritas εὑγνωμοσύνη gratus animus ὀμόνοια concordia. Միամիտն գոլ (ըստ ամենայն նշ). պարզմտութիւն.… …
83άπειρος — η, ο επίρρ. α 1. πρωτόπειρος, αδαής, αδέξιος: Ήταν γιατρός νέος κι άπειρος. 2. απέραντος, ατέλειωτος, αχανής: Άπειρη είναι η ευγνωμοσύνη μου. 3. αναρίθμητος: Άπειρα πλήθη κόσμου συγκεντρώθηκαν, για να ακούσουν τον ομιλητή. Το ουδ., το άπειρο ως… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84αιώνιος — α, ο παντοτινός, αθάνατος, άφθαρτος: Του χρωστούσε αιώνια ευγνωμοσύνη. – Το κτίριο αυτό είναι γερό, αιώνιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85αναγνώριση — η 1. το να αναγνωρίζει κανείς: Στο τρίτο επεισόδιο της τραγωδίας γίνεται η αναγνώριση. 2. παραδοχή, ομολογία: Η αναγνώριση της Ελλάδας ως κυρίαρχου κράτους έγινε το 1830. 3. ευγνωμοσύνη για εκδουλεύσεις που προσφέρθηκαν: Πήρε παράσημο σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86διευκόλυνση — η μέσο ή τρόπος για ευκολότερη εκτέλεση μιας εργασίας, εξυπηρέτηση: Του χρωστώ ευγνωμοσύνη για τη διευκόλυνση που κάποτε μου έκανε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87ευχαριστώ — ευχαρίστησα, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος 1. εκφράζω με λόγια την ευγνωμοσύνη μου προς κάποιον: Σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε. 2. προξενώ ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά: Με ευχαρίστησε πολύ το γράμμα σου. 3. το μέσ., ευχαριστιέμαι και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88υποχρεώνω — υποχρέωσα, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος 1. κάνω κάποιον υπόχρεο (βλ. λ.) να πράξει, τον αναγκάζω. 2. επιβάλλω σε κάποιον κάτι. 3. κάνω κάποιον να αισθάνεται ευγνωμοσύνη σ’ εμένα: Με υποχρεώσατε με την εξυπηρέτηση. 4. η μτχ. παθ. πρκ., υποχρεωμένος… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
89υπόχρεος — η, ο 1. αυτός που έχει χρέος, που οφείλει να πράξει κάτι: Είμαι υπόχρεος να πληρώσω. 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
90χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)