ευγνωμοσύνη

  • 31θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …

    Dictionary of Greek

  • 32καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …

    Dictionary of Greek

  • 33καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… …

    Dictionary of Greek

  • 34κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 35κόμιστρο — το (Α κόμιστρον] συν. στον πληθ. τα κόμιστρα πληρωμή ή αμοιβή μεταφοράς, κομιστικά, μεταφορικά αρχ. συν. στον πληθ. τά κόμιστρα α) ευγνωμοσύνη για διάσωση β) πληρωμή για την επιστροφή χαμένου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομίζω + επίθημα τρον που… …

    Dictionary of Greek

  • 36λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …

    Dictionary of Greek

  • 37μείλια — μείλια, τὰ (Α) 1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους 2. προίκα («ἐγὼ δ ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ , ὅσο οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.) 3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια 4. αφιερώματα που προσφέρονται από …

    Dictionary of Greek

  • 38μοίτος — μοῑτος, ὁ (Α) χάρη, ευγνωμοσύνη («μοῑτον ἀντὶ μοίτου» χάριν αντί χάριτος, ίσα αντί ίσων, παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σικελικό δάνειο, που προέρχεται πιθ. από ιταλ. *moitos «αλλαγή» και συνδέεται με λατ. mūtāre «μεταβάλλω»… …

    Dictionary of Greek

  • 39οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …

    Dictionary of Greek

  • 40οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… …

    Dictionary of Greek