ευγνωμοσύνη

  • 21ευγνωμονία — εὐγνωμονία, ἡ (Α) [ευγνώμων] 1. ευγνωμοσύνη 2. ομόνοια, συμφωνία …

    Dictionary of Greek

  • 22ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… …

    Dictionary of Greek

  • 23ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 24ευχαριστητικός — εὐχαριστητικός, ή, ὸν [ευχαριστώ] (Α) ευχαριστικός, αυτός που γίνεται για απόδοση ευγνωμοσύνης, για ευχαριστία. επίρρ... εὐχαριστητικῶς (Α) 1. με ευγνωμοσύνη 2. φρ. «εὐχαριστητικῶς ἔχω» είμαι ευγνώμων (Φιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 25ευχαριστικός — εὐχαριστικός, ή, όν (ΑΜ) μσν. ευχάριστος αρχ. αυτός που ανήκει ή γίνεται για ευχαριστία. επίρρ... εὐχαριστικῶς (Α) με ευγνωμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευχαριστικός (αντί τού ορθτ. ευχαριστιακός) < ευχαριστία] …

    Dictionary of Greek

  • 26ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… …

    Dictionary of Greek

  • 27εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …

    Dictionary of Greek

  • 28ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… …

    Dictionary of Greek

  • 29ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… …

    Dictionary of Greek

  • 30ημοσύνη — ἡμοσύνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η εμπειρία στη βολή, στη ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἥμων (< ἵημι «ρίχνω») + οσύνη (πρβλ. ευγνωμοσύνη, μετριοφροσύνη)] …

    Dictionary of Greek