ετι-τετικμενος
1έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… …
2eti — eti English meaning: out; further, etc.. Deutsche Übersetzung: “darũber hinaus”, out of it “ferner, and, also” Material: O.Ind. áti m. acc. “about out, against”, prefix áti (Av. aiti , O.Pers. atiy ) “ over , back ” (contains… …