ετεία
1ἔτεια — ἔτειος yearly neut nom/voc/acc pl …
2ἐτείας — ἐτείᾱς , ἔτειος yearly fem acc pl ἐτείᾱς , ἔτειος yearly fem gen sg (attic doric aeolic) …
3έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος …