εταιρικός
11ἑταιρικοῦ — ἑταιρικός of masc/neut gen sg …
12ἑταιρικούς — ἑταιρικός of masc acc pl …
13ἑταιρικῆς — ἑταιρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …
14ἑταιρικῇ — ἑταιρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …
15ἑταιρική — ἑταιρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
16ἑταιρικήν — ἑταιρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …
17ἑταιρικῶς — ἑταιρικός of adverbial …
18ἑταιρικῷ — ἑταιρικός of masc/neut dat sg …
19εταίρισμα — ἑταίρισμα, τὸ (Α) πάπ. ο εταιρικός, ο πορνικός φόρος …
20εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …
Страницы