-
1 общество
1. (совокупность людей, объединённых общими условиями жизни) η κοινωνία 2. (организация) о σύνδεσμος, ο σύλλογος, η εταιρείαакционерное - с ограниченной ответственностью η μετοχική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.)классификационное - мор. о Νηογνώμων3. (круг людей, объединённых общностью чего-л.) η τάξη, ο κύκλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общество
-
2 предприятие
η επιχείρησ/η, το εργοστάσιοубыточное - ασύμφορη -, μη επικερδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предприятие
-
3 общество
обществ||ос1. ἡ κοινωνία:коммунистическое \общество ἡ κομμουνιστική κοινωνία· бесклассовое \общество ἡ ἀταξική κοινωνία·2. (компания) ἡ συντροφιά, ἡ συναναστροφή, ἡ παρέα:в \обществое кого-л. μαζύ μέ κάποιον, παρέα (или συντροφιά) μέ κάποιον3. (организация) ὁ σύνδεσμος, ὁ σύλλογος, ἡ ἐταιρεία:научное \общество ἡ ἐπιστημονική ἐταιρεία· спортивное \общество ὁ ἀθλητικός σύλλογος· греко-советское \общество ὁ ἐλληνοσοβιετικός σύνδεσμος· акционерное \общество ἡ μετοχική (или ἡ ἀνώνυμος) ἐταιρεία·4. (дворянское и т. п.) уст. οἱ κύκλοι, ἡ ἀριστοκρατία. -
4 корпорация
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпорация
-
5 организация
1. (действие) η οργάνωση, η ίδρυση, η εγκαθίδρυση 2. (объединение, учреждение) το ίδρυμα, το καθίδρυμα, ο οργανισμόςгосударственная - ο κρατικός οργανισμός/φορέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > организация
-
6 акционерный
акционерный μετοχικός; \акционерныйое общество η μετοχική εταιρεία* * *акционе́рное о́бщество — η μετοχική εταιρεία
-
7 ассоциация
-
8 общество
-а ουδ.1. κοινωνία•человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•
первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.
2. κύκλος• τάξη• στρώμα•дворянское общество η τάξη των ευγενών•
купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.
|| το φύλο•женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.
3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•
акционерное общество μετοχική εταιρεία.
|| σύλλογος•спортивное общество αθλητικός σύλλογος.
5. αγροτική κοινότητα. -
9 авиакомпания
η αεροπορική εταιρεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиакомпания
-
10 авиалиния
1. (организация) οι αεροπορικές γραμμές (εταιρεία) 2. (трасса) η αεροπορική γραμμή (δρομολόγιο), (маршрут) η αεροπορική γραμμή (κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиалиния
-
11 агентство
το πρακτορείοτο γραφείο, η εταιρεία, η αντιπροσωπείαтуристическое - περιηγητικό - разг. το τουριστικό γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > агентство
-
12 киностудия
η κινηματογραφική εταιρεία, το στούντιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киностудия
-
13 компания
η εταιρείαанонимная - ανώνυμη - (Α.Ε.)иностранная - αλλοδαπή -, ξένη -смешанная - см. совместная -- с неограниченной ответственностью - απεριόριστης ευθύνης, ομόρρυθμη -факторная - см. факторинговая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компания
-
14 лицензиар
ο χορηγός άδειας, το ίδρυμα/η εταιρεία εκδόσεων ή/και πωλήσεων αδειών, προνομίων, κατοχύρωσης προτύπων, ευρεσιτεχνιών κ.λπ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лицензиар
-
15 совместный
κοινός, μεικτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > совместный
-
16 участие
η συμμετοχ/ή, η σύμπραξηпринимать - παίρνω μέρος, συμμετέχωденежное - χρηματική/οικονομική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участие
-
17 учреждение
1. (создание, основание чего-л.) η ίδρυση, η σύσταση 2. (организация, ведающая какой-л. областью хозяйства, торговли и т.п.) το ίδρυμα, η υπηρεσία, το καθίδρυμα, το όργανο, ο οργανισμόςгосударственное - η δημόσια υπηρεσία, κρατικό/δημόσιο -3. (учебное) ο εκπαιδευτικός οργανισμός, το εκπαιδευτήριο, το εκπαιδευτικό ίδρυμαдошкольное - το βρεφονηπιαγωγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учреждение
-
18 фирма-изготовитель
η κατασκευάστρια εταιρεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фирма-изготовитель
-
19 общество
общество с 1) η κοινωνία·* * *с1) η κοινωνίαсоциалисти́ческое о́бщество — η σοσιαλιστική κοινωνία
бесклас́совое о́бщество — η αταξική κοινωνία
2) ( союз) ο σύνδεσμος; η εταιρεία ( коммерческое)спорти́вное о́бщество — о αθλητικός σύλλογος
-
20 ассоциация
ассоциацияж1. (союз, общество) ὁ συνεταιρισμός, ἡ ἐταιρεία, ὁ σύλλογος;2. психол. ὁ συνειρμός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑταιρεία — ἑταιρείᾱ , ἑταιρεία association fem nom/voc/acc dual ἑταιρείᾱ , ἑταιρεία association fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑταιρεί̱ᾱ , ἑταιρεῖος of fem nom/voc/acc dual ἑταιρεί̱ᾱ , ἑταιρεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρείᾳ — ἑταιρείᾱͅ , ἑταιρεία association fem dat sg (attic doric aeolic) ἑταιρεί̱ᾱͅ , ἑταιρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
εταιρεία — η 1. ομάδα ανθρώπων που συνεργάζονται για τον ίδιο σκοπό: Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών. 2. συνεταιρισμός προσώπων κερδοσκοπικού χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — Εμπορική εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια της αποικιοκρατίας (17ος 19ος αι.). Ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή προς τις Δυτικές Ινδίες, όπως ονομάζονταν τότε οι βρετανικές κτήσεις στην Καραϊβική (Αμερική). H Ε.Α.Ι. ιδρύθηκε το 1600 από… … Dictionary of Greek
Παλαιστίνης, εταιρεία — Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1882 στην Πετρούπολη από τον θείο του τελευταίου τσάρου Νικολάου B», μεγάλου δούκα Σεργίου. Σκοπός της Π.Ε., που το πλήρες όνομά της ήταν Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Εταιρεία της Παλαιστίνης, ήταν: 1. Η υποστήριξη της… … Dictionary of Greek
Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία — Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1836 στην Αθήνα με πρωτοβουλία του διευθυντή του Διδασκαλείου Αθήνας και επιθεωρητή των σχολείων μέσης εκπαίδευσης Ιωάννη Κοκκώνη. Έχει ως κύριο σκοπό της τη μόρφωση των νεαρών Ελληνίδων, καθώς και την εκπαίδευση… … Dictionary of Greek
Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών — Ιδρύθηκε το 1918 με σκοπό να προωθήσει και να ενισχύσει τις βυζαντινές και μεσαιωνικές μελέτες με διαλέξεις και επιστημονικές ανακοινώσεις. Η Ε.Β.Σ. αποσκοπούσε επίσης να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ελληνικού λαού σε ό,τι αφορά την ελληνική… … Dictionary of Greek
Εταιρεία του Ιησού — Βλ. λ. Ιησουίτες … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek