εταίρος
1ἑταῖρος — comrade masc nom sg …
2εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …
3εταίρος — ο 1. σύντροφος, οικείος, φίλος. 2. αυτός που είναι μέτοχος, μέλος εταιρείας, συνεταίρος: Δε συμφωνούν όλοι οι εταίροι για την επέκταση της επιχείρησης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἑταιροτάτων — ἑταῖρος comrade fem gen pl ἑταῖρος comrade masc/neut gen pl …
5ἑταίρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual ἑταῖρος comrade masc gen sg (doric aeolic) …
6ἑτάρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual (epic ionic) ἑταῖρος comrade masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …
7ἑταιροτάτοις — ἑταῖρος comrade masc/neut dat pl …
8ἑταιροτάτους — ἑταῖρος comrade masc acc pl …
9ἑταιρότατος — ἑταῖρος comrade masc nom sg …
10ἑταῖρε — ἑταῖρος comrade masc voc sg …