εσωτερικός

  • 71μύχιος — α, ο (Α μύχιος, ία, ον, θηλ. και ος) [μυχός] αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.) αρχ. 1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος… …

    Dictionary of Greek

  • 72νταγκάβα — και νταγκόπα, η το ιερό τών βουδικών ναών που βρίσκεται μπροστά από τον κεντρικό περίβολο και έχει μορφή ημισφαιρίου το οποίο στηρίζεται σε κυλινδρική βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dagaba / dagoba < dāgaba / dāgoba < αρχ. ινδ. dhāturgarbha… …

    Dictionary of Greek

  • 73νωτοχορδή — η βιολ. ο πρώτος εμβρυϊκός εσωτερικός σκελετικός σχηματισμός που παρατηρείται στο σώμα τών χορδωτών και τού πρώιμου εμβρύου τών σπονδυλοζώων, υπό μορφή λεπτού ραβδίου από κυτταρώδη ιστό και που στα ζώα, από τους ιχθύς ώς και τα θηλαστικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 74οικότροφος — η, ο (Α οικότροφος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή 2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός αρχ. αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος +… …

    Dictionary of Greek

  • 75οπισθόδομος — Το πίσω τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού, θέση αντίθετη προς τον πρόναο. Ο. είχαν οι περισσότεροι από τους ελληνικούς ναούς και ιδιαίτερα οι περίπτεροι. Ο ο. του Παρθενώνα στην Αθήνα σχημάτιζε τη δυτική στοά και κλεινόταν με υψηλά διάφρακτα, τα… …

    Dictionary of Greek

  • 76πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 77πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… …

    Dictionary of Greek

  • 78παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …

    Dictionary of Greek

  • 79πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 80ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… …

    Dictionary of Greek