εσωτερικός

  • 51εσωτερικότητα — η 1. η ιδιότητα τού εσωτερικού, η εσωτερική όψη, η εσωτερική εμφάνιση 2. μτφ. η υποκειμενικότητα, η ύπαρξη σε κάποιο άτομο ανεπτυγμένου εσωτερικού (διανοητικού, ψυχικού και συναισθηματικού) κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσωτερικός. Η λ. μαρτυρείται από… …

    Dictionary of Greek

  • 52εσωτικός — ἐσωτικός, ή, όν (Α) 1. εσωτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσωτικόν το εσωτερικό τού σπιτιού, το σπιτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσω τικός (πρβλ. εξω τικός) υπό την επίδραση τών εξώ τερος, εσώ τερος] …

    Dictionary of Greek

  • 53εσώκαστρον — ἐσώκαστρον και (σ)σώκαστρον, τὸ (Μ) εσωτερικός χώρος κάστρου …

    Dictionary of Greek

  • 54εσώκοσμος — ο ο εσωτερικός, ο ψυχικός κόσμος τού ανθρώπου …

    Dictionary of Greek

  • 55ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …

    Dictionary of Greek

  • 56θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… …

    Dictionary of Greek

  • 57θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 58ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 59ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 60κινεόλη — Βλ. λ. ευκαλυπτόλη. * * * η χημ. οργανική ένωση εσωτερικός αιθέρας τής τερπίνης, που υπάρχει στη φύση ως συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων, αλλ. ευκαλυπτόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek