εσωτερικός
121αμφιβληστροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που μοιάζει με αμφίβληστρο (δίχτυ). 2. «αμφιβληστροειδής χιτώνας», εσωτερικός χιτώνας του ματιού μεταξύ του χοριοειδούς και του υαλοειδούς σώματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122ενδομήτριος — α, ο 1. που γίνεται ή αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα: Ενδομήτρια κύηση. 2. το ουδ. ως ουσ., ενδομήτριο ο εσωτερικός βλεννογόνος χιτώνας της μήτρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123εσωνάρθηκας — ο εσωτερικός νάρθηκας εκκλησίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124κανονισμός — ο 1. ηενέργεια και το αποτέλεσμα του κανονίζω, ρύθμιση, τακτοποίηση: Δεν υπάρχει κανονισμός προγράμματος υποδοχής. 2. σύνολο κανόνων με τους οποίους καθορίζεται ο τρόπος λειτουργίας ιδρύματος: Ο εσωτερικός κανονισμός του σχολείου είναι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125λιτή — η 1. ολονύχτια θρησκευτική αγρυπνία. 2. ο εσωτερικός νάρθηκας των βυζαντινών ναών, ο εσωνάρθηκας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126μεσότοιχος — ο εσωτερικός τοίχος κτιρίου που χωρίζει δύο δωμάτια: Ο μεσότοιχος χώριζε το σαλόνι από την κουζίνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127μύχιος — α, ο αυτός που βρίσκεται στο βάθος κάποιου πράγματος, ο πιο εσωτερικός, ο ενδόμυχος: Μου αποκάλυψε τις μύχιες σκέψεις του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
128πυρόσφαιρα — η (γεωλ.), ο εσωτερικός διάπυρος πυρήνας της Γης, αλλ. κεντρόσφαιρα ή βαρύσφαιρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)