εσωτερικός
11ἐσωτερική — ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
12ἐσωτερικήν — ἐσωτερικός inner fem acc sg (attic epic ionic) …
13ἐσωτερικῶς — ἐσωτερικός inner adverbial …
14ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …
15Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …
16Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …
17ένδοθεν — (AM ἔνδοθεν) επίρρ. μέσα, εντός (α. «ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ. β. «θυμόν τέρπεται ἔνδοθεν», Πίνδ.) αρχ. 1. από μέσα («ὅν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ», Αριστοφ.) 2. αυτοπροαίρετα («αὐτό δ ὑφ αὑτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα», Αισχύλ.) 3. (ενάρθρ. ως επίθ.) …
18κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …
19ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …
20Christianity — Part of a series on Christianity …