εσφαλμένος
51στρεβλός — ή, ό επίρρ. ά 1. στραβός, όχι ίσιος: Στρεβλό τετράπλευρο. 2. όχι σωστός, εσφαλμένος: Στρεβλές ιδέες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52σφάλλω — έσφαλα, εσφαλμένος, κάνω λάθος: Έσφαλε και θα τιμωρηθεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы