εσφαλμένος
31παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… …
32παραλογία — η, ΝΜΑ, παραλογιά Ν [παράλογος] νεοελλ. παραλογητό, ανοησία μσν. αρχ. γραμμ. ψευδής, εσφαλμένος σχηματισμός («ἐπενοήθη συναίρεσις πρὸς ἀποφυγὴν παραλογίας», Ευστ.) αρχ. φρ. «μετὰ παραλογίας» παράλογα, ανόητα …
33παρασυλλογισμός — ὁ, Μ [παρασυλλογίζομαι] ο μη ορθός, ο εσφαλμένος συλλογισμός …
34παρεγχείρησις — ήσεως, ἡ, Α [παρεγχειρώ] 1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου 2. εσφαλμένος συλλογισμός 3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία …
35πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …
36ποδίκρα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις πρὸς πόδα γιγνομένη. Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. πούς, ποδός, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος και είναι πιθ. εσφαλμένος] …
37στύγνωσον — Α (κατά τον Ησύχ.) «χώρισον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος] …
38σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …
39σφαλερός — ή, ό / σφαλερός, ά, όν, ΝΜΑ νεοελλ. εσφαλμένος, λανθασμένος μσν. αρχ. 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός 2. ασταθής, αβέβαιος («ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.) 3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν»,… …
40σφαλτός — ή, ό / σφαλτός, ή, όν, ΝΜ [σφάλλω] εσφαλμένος, λανθασμένος. επίρρ... σφαλτά Ν λανθασμένα …