εσφαλμένος

  • 21εφιελίς — ἐφιελίς, ίδος, ἡ (Α) μέρος τής μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς*] …

    Dictionary of Greek

  • 22θρύσκα — θρύσκα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχιο) άγρια λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θρύσκα άγρια λάχανα (Ησύχ.), αν δεν είναι εσφαλμένος, συνδέεται ίσως με το θρύον*] …

    Dictionary of Greek

  • 23λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …

    Dictionary of Greek

  • 24μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 25μυιαράχνη — η ζωολ. παλαιότερος και εσφαλμένος όρος για τη μυγαλή …

    Dictionary of Greek

  • 26νυκτίρεμβος — και νυκτερίρεμβος ον (Α) αυτός που περιφέρεται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος] …

    Dictionary of Greek

  • 27ολόσφαλτος — ὁλόσφαλτος, ον (Α) εντελώς εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφάλλω (πρβλ. άσφαλτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 28ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …

    Dictionary of Greek

  • 29ορμανόν — ὁρμανόν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνεστηκός χαλεπόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. είναι πιθ. εσφαλμένος] …

    Dictionary of Greek

  • 30πέρπερος — ον, Α αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση τής λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη… …

    Dictionary of Greek