εσφαλμένος

  • 11άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …

    Dictionary of Greek

  • 12αγνοητικός — ἀγνοητικός, ή, όν (Α) αυτός που προέρχεται από άγνοια, ο εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγνοῶ + παραγωγική κατάληξη τικός] …

    Dictionary of Greek

  • 13ακυριολεξία — η η ακυρολεξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τ. αντί τού ορθού ακυρολεξία* (η χρήση άκυρου, μη έγκυρου, λανθασμένου λεξιλογικού τύπου) από παρετυμολογική επίδραση τού κυριολεξία] …

    Dictionary of Greek

  • 14απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 …

    Dictionary of Greek

  • 15απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 16γαλλορρωμαϊκός — ή, ό εσφαλμένος τύπος αντί τού γαλατορρωμαϊκός* …

    Dictionary of Greek

  • 17δασκαλισμός — ο 1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο 2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] …

    Dictionary of Greek

  • 18δεράς — ( άδος), η (Α) η δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί τού δειράς*] …

    Dictionary of Greek

  • 19είκοσι — (AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων νεοελλ. (ως ουσ. με άρθρο) 1. το είκοσι α) η γραφική παράσταση τού αριθμού β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός,… …

    Dictionary of Greek

  • 20ενάμαρτος — η, ο (AM ἐνάμαρτος, ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αμαρτωλός, ένοχος, εναμάρτητος αρχ. 1. εσφαλμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνάμαρτον η ροπή προς την αμαρτία. επίρρ... εναμάρτως εσφαλμένα, όχι ορθά …

    Dictionary of Greek