ερμά
1ἕρμα — 1 prop neut nom/voc/acc sg ἕρμα 2 prop neut nom/voc/acc sg …
2έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …
3έρμα — το, ατος 1. πρόσθετο βάρος σε πλοίο ή αερόστατο για ευστάθεια, αλλ. σαβούρα. 2. μτφ., βάση, αρχές: Άνθρωπος χωρίς ηθικό έρμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἑρμᾶ — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen sg (epic doric) …
5ἑρμᾶ — ἑρμάζω steady fut ind act 1st sg (doric aeolic) …
6Ἑρμᾷ — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc dat sg (doric) …
7ἑρμᾷ — ἑρμάζω steady fut ind mid 2nd sg (epic) ἑρμάζω steady fut ind act 3rd sg (epic) …
8ἕρμ' — ἕρμα , ἕρμα 1 prop neut nom/voc/acc sg ἕρμα , ἕρμα 2 prop neut nom/voc/acc sg …
9ἑρμανέων — ἑρμᾱνέων , ἑρμηνεύς interpreter gen pl (doric) ἑρμᾱνέω̆ν , ἑρμηνεύς interpreter gen pl (doric) …
10ἑρμᾶι — ἑρμᾷ , ἑρμάζω steady fut ind mid 2nd sg (epic) ἑρμᾷ , ἑρμάζω steady fut ind act 3rd sg (epic) …