ερμά

  • 91μεσημέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού… …

    Dictionary of Greek

  • 92πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 93παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… …

    Dictionary of Greek

  • 94πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… …

    Dictionary of Greek

  • 95σάβουρος — ον, Α [σαβούρα] (για πλοίο) αυτός που δεν έχει έρμα …

    Dictionary of Greek

  • 96σαβουράτος — άτη, ον, Α αυτός που φέρει πλήρες έρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαβούρα + κατάλ. ᾶτος (< λατ. atus), πρβλ. κονταρ άτος] …

    Dictionary of Greek

  • 97σαβουρώνω — Ν [σαβούρα] 1. βάζω σαβούρα στο πλοίο, τοποθετώ έρμα, ερματίζω 2. μτφ. γεμίζω το στομάχι μου με τροφή, περιδρομιάζω, τρώγω κατά κόρον …

    Dictionary of Greek

  • 98τετραγλώχις — ινος, ό, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι γλώχις] …

    Dictionary of Greek

  • 99τυρευτήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που παρασκευάζει τυρί, τυροποιός 2. προσωνυμία τού Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη τού κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρεύω + επίθημα τήρ* (πρβλ. βουλευ τήρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 100υποβρύχιο — Ναυτικό, κυρίως πολεμικό, μέσο που μπορεί να κινείται και στην επιφάνεια και σε κατάδυση. Οι πρώτες απόπειρες για την κατασκευή ενός τέτοιου μέσου χρονολογούνται εδώ και τέσσερις σχεδόν αιώνες. Πραγματικός όμως πρόγονος του υποβρύχιου μπορεί να… …

    Dictionary of Greek