ερμά

  • 81εμπολαίος — ἐμπολαῑος, α, ον (AM) (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή τό προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ μπολαῑε», Αριστοφ. β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῑος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 82ερμάζω — ἑρμάζω (Α) [έρμα] 1. στηρίζω, στερεώνω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαι ἐλαφρῶς περιελίξαι» …

    Dictionary of Greek

  • 83ερμίν — ἑρμίν, ῑνος και ἑρμίς, ῑνος, ο (Α) [έρμα] το στήριγμα τού κρεβατιού, το πόδι τού κρεβατιού, το στρίποδο …

    Dictionary of Greek

  • 84ερματίζω — (AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) [έρμα] τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο αρχ. 1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.) 2. μέσ. ἑρματίζομαι α) ισορροπῶ β) παίρνω κάτι ως στήριγμα …

    Dictionary of Greek

  • 85ερματικός — ἑρματικός, ή, ό (Α) [έρμα] αυτός που στέκεται σε στερεή βάση, στερεός, βέβαιος, ασφαλής …

    Dictionary of Greek

  • 86ερμαϊσταί — ἑρμαϊσταί, οἱ (Α) επίγρ. θίασος ή εταιρεία λατρευτών τού Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ισχυρό θ. Ερμᾱ τού Ερμής + κατάλ. ιστής] …

    Dictionary of Greek

  • 87ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …

    Dictionary of Greek

  • 88εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 89ηραίος — ἡραῑος, αία, ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α) 1. αυτός που ανήκει στην Ήρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῑον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν) ναός τής Ήρας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῑα γιορτή προς τιμήν τής Ήρας 4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῑος (ενν.… …

    Dictionary of Greek

  • 90κάθερμα — κάθερμα, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ καθέρματα τα έρματα*, οι ύφαλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἕρμα] …

    Dictionary of Greek