ερμά

  • 21ερματοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει έρμα 2. το ουδ. ως ουσ. το ερματοφόρο μικρό πλοίο που μεταφέρει σε μεγαλύτερο πλοίο ή παραλαμβάνει από αυτό έρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμα (γεν. έρματ ος) + φόρος (< φέρω)] …

    Dictionary of Greek

  • 22σαβούρα — η, ΝΜΑ έρμα πλοίου, δηλ. πρόσθετο βάρος για τη διατήρηση τής σταθερότητάς του / νεοελλ. 1. έρμα αεροστάτου 2. (μτφ. α) πράγμα άχρηστο που δεν έχει καμία αξία, απόριμμα β) (υποτιμητικά) άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής τάξης 3. φρ. «σαβούρα θέλει το… …

    Dictionary of Greek

  • 23Herma — de Demóstenes. En la Antigua Grecia, una herma (en griego antiguo έρμα, plural έρμαι hermai) era un pilar cuadrado o rectangular de piedra, terracota o bronce (el estípite) sobre el que se colocaba un …

    Wikipedia Español

  • 24ανερμάτιστος — η, ο (Α ἀνερμάτιστος, ον) 1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα 2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση 2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα αρχ. ο άδειος.… …

    Dictionary of Greek

  • 25αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] …

    Dictionary of Greek

  • 26ερματίτης — ἑρματίτης, ὁ (Α) [έρμα] αυτός που χρησιμεύει ως έρμα στα πλοία …

    Dictionary of Greek

  • 27θαλάσσερμα — το 1. προσωρινό ή κινητό έρμα, από θαλασσινό νερό, πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων 2. η δεξαμενή θαλάσσιου έρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + έρμα «στήριγμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 28ξεσαβουρώνω — και ξεσαβουριάζω 1. αφαιρώ τη σαβούρα, το έρμα από το πλοίο, αφερματίζω 2. αποβάλλω τη σαβούρα, το έρμα («το πλοίο ξεσαβουρώνει») 3. απαλλάσσω κάτι από καθετί το άχρηστο, από περιττό φορτίο, καθαρίζω 4. απαλλάσσομαι από ένα βάρος ή από περιττό… …

    Dictionary of Greek

  • 29ξεσαβούρωτος — η, ο [ξεσαβουρώνω] 1. (για πλοίο) αυτός που δεν έχει σαβούρα, που είναι χωρίς έρμα, ανερμάτιστος 2. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί καθετί το περιττό 3. μτφ. αυτός που δεν έχει επαρκές ηθικό έρμα …

    Dictionary of Greek

  • 30ξεσαβουριάζω — ξεσαβούριασα, ξεσαβουριάστηκα, ξεσαβουριασμένος, και ξεσαβουρώνω ξεσαβούρωσα, ξεσαβουρώθηκα ξεσαβουρωμένος 1. μτβ., για πλοίο, αφαιρώ τη σαβούρα, πετώ το έρμα του, αφερματίζω. 2. αμτβ., αφαιρώ τη σαβούρα μου, πετώ το έρμα μου: Το καράβι… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)